- πελασείω
- πελᾰσείω, Desiderat. ofA
πελάζω, τῇ πολιορκίᾳ Agath.3.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελάζω, τῇ πολιορκίᾳ Agath.3.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελασείω — Α επιθυμώ να πλησιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελă τού πελάζω / πελάσ(σ)αι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek